στρίγλος

στρίγλος
στρίγλος, ,= νυκτικόραξ, Hsch. [full] στριγχός, ,= θριγκός, Id. [full] στρικτόριον, τό,= foreg., Id. [full] στρικτός, ή, όν,=
A strigosus, Gloss.
2 στρικτόν, τό, a narrow kind of shoe, Sch.Luc.Rh.Pr. 15; Latin word acc. to Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στρίγλος — strigosus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρίγλος — ὁ, ΜΑ μσν. μάγος, γόης αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νυκτικόραξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού αρχ. στρίγξ* (βλ. λ. στριξ)] …   Dictionary of Greek

  • νυκτιβόας — νυκτιβόας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στρίγλος καλεῑται δὲ καὶ νυκτοβόα, οἱ δὲ νυκτοκόρακα». [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε βόας] …   Dictionary of Greek

  • στρίγκλος — στρίγκλος, ο και στρίγλος, ο άνθρωπος κακόψυχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • (s)treig-3, streid(h)- —     (s)treig 3, streid(h)     English meaning: to hiss     Deutsche Übersetzung: “zischen, schwirren”; Schallwort     Material: Gk. τρίζω, τέτρῑγα “zirpe, schwirre, knirsche”, τριγμός (neologism τρισμός) m. “das Zirpen, Schwirren”, τρί̄γλη… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”