- στρίγλος
- στρίγλος, ὁ,= νυκτικόραξ, Hsch. [full] στριγχός, ὁ,= θριγκός, Id. [full] στρικτόριον, τό,= foreg., Id. [full] στρικτός, ή, όν,=A strigosus, Gloss.2 στρικτόν, τό, a narrow kind of shoe, Sch.Luc.Rh.Pr. 15; Latin word acc. to Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.